θρασυκάρδιος

θρασυκάρδιος
θρασυ-κάρδιος: stout-hearted. (Il.)

A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • θρασυκάρδιος — θρασυκάρδιος, ον (ΑΜ) μσν. αυθάδης αρχ. τολμηρός, γενναιόκαρδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρασυ * + κάρδιος (< καρδία), πρβλ. εγ κάρδιος, σπαραξι κάρδιος] …   Dictionary of Greek

  • θρασυκάρδιος — bold of heart masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρασυκάρδιον — θρασυκάρδιος bold of heart masc/fem acc sg θρασυκάρδιος bold of heart neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρασυκαρδίου — θρασυκάρδιος bold of heart masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρασυκαρδίων — θρασυκάρδιος bold of heart masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρασυκάρδιε — θρασυκάρδιος bold of heart masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρασυκάρδιοι — θρασυκάρδιος bold of heart masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… …   Dictionary of Greek

  • ԽՍՏԱՍԻՐՏ — (սրտի, տաց.) NBH 1 0988 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 8c ա. σκληροκάρδιος durus corde. Խստացեալ եւ քարացեալ սրտիւ. Ծանրասիրտ. յամառ. խստապարանոց. ... *Խստասիրտն բարեաց ոչ պատահէ: Մինչեւ յե՞րբ էք խստասիրտք (յն. ծանրասիրտք) …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”